ζώμευμα

ζώμευμα
ζώμευμα, τό (Α) [ζωμεύω]
(σε κωμ. λογοπαίγνιο τού Αριστοφ.) ζωμός, σούπα («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και ισχυρίζομαι ότι αυτός εξάγει ζουμί για τις τριήρεις τών Πελ. [ο Αριστοφ. εδώ παίζει με τη λέξη υποζώματα*, την οποία θα περίμενε κανείς]).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζωμευμάτων — ζώμευμα soup neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωμεύματα — ζώμευμα soup neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”